Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὶ τῇ ὑποϑέσει

См. также в других словарях:

  • ὑποθέσει — ὑπόθεσις proposal fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποθέσεϊ , ὑπόθεσις proposal fem dat sg (epic) ὑπόθεσις proposal fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Porism — The subject of porisms is perplexed by the multitude of different views which have been held by geometers as to what a porism really was and is.The treatise which has given rise to the controversies on this subject is the Porisms of Euclid, the… …   Wikipedia

  • PYLADES — I. PYLADES Pantominus celebris, primus saltationis Artem, a Tragoedia et Comoedia separatem in scenam Latinam introduxit, eamque ex tribus saltationibus compositam, Tragicâ, Comicâ et Satyricâ excoluit expolivitque, ac Italicam vocavit, quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • αμυδρός — ή, ό (Α ἀμυδρός, ά, όν) 1. (για οπτικές εντυπώσεις) ασαφής στην όραση, δυσδιάκριτος, σκοτεινός 2. (για εντυπώσεις) μη εναργής, ασαφής, συγκεχυμένος 3. αδύναμος, άτονος, ανεπαίσθητος αρχ. ατελής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται …   Dictionary of Greek

  • ανυπόθετος — η, ο (Α ἀνυπόθετος, ον) νεοελλ. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον υποθέσει, παράλογος αρχ. 1. απόλυτος, αυτός που ισχύει χωρίς όρους και προϋποθέσεις («ἀνυπόθετος ἀρχή», Πλάτων) 2. αβάσιμος, ανυπόστατος …   Dictionary of Greek

  • απεικάζω — (AM ἀπεικάζω) [< απ(ο)* + εικάζω] 1. απεικονίζω, αναπαριστάνω 2. κάνω εικασία, υποθέτω 3. συμπεραίνω 4. αντιλαμβάνομαι, εννοώ νεοελλ. 1. αναγνωρίζω, διακρίνω κάτι από μακριά 2. γνωρίζω, ξέρω αρχ. 1. συγκρίνω, παραβάλλω 2. φρ. «ὡς ἀπεικάσαι»… …   Dictionary of Greek

  • βήχας —  Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β.… …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… …   Dictionary of Greek

  • σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»